ὑπένυξεν

ὑπένυξεν
ὑπονύσσω
prick
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπονύσσω — Α 1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ ὑπένυξεν», Θεόκρ.) 2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω 3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω 4. (το μέσ. στο γ πρόσ.) ὑπονύσσεται (κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”